- νεαροπρεπής
- νεαροπρεπής, -ές (Α)1. αυτός που αρμόζει στους νεωτέρους2. αυτός που γίνεται κατά τη νεανική ηλικία3. αυτός που φαίνεται νέος ή αυτός που έχει νεανική γοητεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο- πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.